βουκέντρα

βουκέντρα
η
μακρύ ραβδί, μυτερό στη μια άκρη, με το οποίο κεντρίζουν τα βόδια: Όλοι οι βοσκοί έχουν κι από μια βουκέντρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουκέντρα — η και βουκέντρι, το (Μ βουκέντριν, το, Α βούκεντρον, το) μακρύ ξύλινο ραβδί με σιδερένιο αιχμή στο ένα άκρο για να κεντρίζει τα βόδια ώστε να προχωρούν ταχύτερα κατά το όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βουκέντρι < μσν. βουκέντριν < *βουκέντριον …   Dictionary of Greek

  • βούκεντρα — βούκεντρον ox goad neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… …   Dictionary of Greek

  • βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… …   Dictionary of Greek

  • βουκέντης — βουκέντης, ο (Α) 1. αυτός που κεντρίζει τα βόδια κατά το όργωμα 2. η βουκέντρα …   Dictionary of Greek

  • βουκέντρι — το βλ. βουκέντρα …   Dictionary of Greek

  • βουκεντριά — η το χτύπημα με βουκέντρα …   Dictionary of Greek

  • βουπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) 1. η βουκέντρα 2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βουστρόφος — βουοτρόφος, ον (Α) 1. αυτός που οδηγεί τα βόδια κατά το όργωμα 2. το ουδ. ως ουσ. η βουκέντρα …   Dictionary of Greek

  • βούκεντρον — το βλ. βουκέντρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”